εγκιβωτισμός

εγκιβωτισμός
ο
1) паковка, упаковка в ящики; 2) тех кессонирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκιβωτισμός" в других словарях:

  • εγκιβωτισμός — Λογοτεχνική τεχνική (στον χώρο κυρίως της αφηγηματικής πεζογραφίας), κατά την οποία ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά την αφήγηση της κεντρικής υπόθεσης και παρεμβάλλει μια άλλη δευτερεύουσα και σχετικά αυτόνομη ιστορία, η οποία συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • εγκιβώτιση — η ο εγκιβωτισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»